ἀποσκιασμός

From LSJ
Revision as of 12:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκῐασμός Medium diacritics: ἀποσκιασμός Low diacritics: αποσκιασμός Capitals: ΑΠΟΣΚΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: aposkiasmós Transliteration B: aposkiasmos Transliteration C: aposkiasmos Beta Code: a)poskiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A the casting a shadow, ἀ. γνωμόνων measures of time by the shadow on the sun-dial, Plu.Per.6 (pl.).

German (Pape)

[Seite 325] ὁ, das Schattenwerfen, γνωμόνων Plut. Pericl. 6, die Zeitbestimmung durch den Schatten auf der Sonnenuhr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκιασμός: -οῦ, ὁ, τὸ ἀποσκιάζειν, ἀποσκιασμὸς γνωμόνων, καταμέτρησις τοῦ χρόνου διὰ τῆς σκιᾶς τοῦ ἡλιακοῦ ὡρολογίου, Πλουτ. Περικλ. 6: - ὡσαύτως ἀποσκίᾰσις, ἡ, Γρηγ. Νύσσ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
projection d’ombre.
Étymologie: ἀποσκιάζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
sombra proyectada, proyección γνωμόνων ἀποσκιασμούς sombras proyectadas por los gnómones (del reloj de sol), Plu.Per.6.

Greek Monotonic

ἀποσκιασμός: ὁ, επισκίαση· ἀποσκιασμὸς γνωμόνων, καταμέτρηση του χρόνου μέσω της θέσης της σκιάς στο ηλιακό ρολόι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκιασμός: ὁ отбрасывание тени: ἀ. γνωμόνων Plut. определение времени по тени на солнечных часах.