αὐτοφόντης

Revision as of 17:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A murderer of kin, E.Med.1269; prob. corrupt in S.El.272; στρῆνος Lyc.438.

German (Pape)

[Seite 404] ὁ, Selbstmörder, v. l. Soph. El. 264; Eur. Med. 1269; στρῆνος Lycophr. 438.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοφόντης: -ου, ὁ φονεύς, Εὐρ. Μήδ. 1260.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui tue de sa main, meurtrier.
Étymologie: αὐτός, πεφνεῖν.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ asesino de la propia familia ὁ αὐ. ... πατρός S.El.272, cf. E.Med.1269, αἱ Νυκτὸς κόραι πρὸς αὐτοφόντην στρῆνον ὥπλισαν μόρου Lyc.438.

Greek Monolingual

αὐτοφόντης, ο (Α)
ο φονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φόντης < θείνω «σκοτώνω» με επίδραση του φόνος (πρβλ. ανδροφόντης, μητροφόντης, πατροφόντης κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτοφόντης: -ου, ὁ, = το προηγ., ο δολοφόνος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοφόντης: ου ὁ убийца близких Eur.