γνωμοτύπος

From LSJ
Revision as of 14:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμοτύπος Medium diacritics: γνωμοτύπος Low diacritics: γνωμοτύπος Capitals: ΓΝΩΜΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: gnōmotýpos Transliteration B: gnōmotypos Transliteration C: gnomotypos Beta Code: gnwmotu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον, (τύπτω)

   A maxim-coining, sententious, Id.Ra.877, Nu.952 (lyr.); γ. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Arist.Rh.1395a7.

German (Pape)

[Seite 498] Denksprüche prägend; ἄνδρες Ar. Ran. 876; μέριμναι Nubb. 940; vgl. Arist. rhet. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμοτύπος: [ῠ], -ον, (τύπτω) ἀποφθέγματα γνωμικὰ ποιῶν, ἀποφθεγματικῶς ὁμιλῶν, Ἀριστοφ. Βατρ. 877, Νεφ. 950· γν. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 21,9. ― γνωμοτυπία Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forge des sentences, sentencieux.
Étymologie: γνώμη, τύπτω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
acuñador de máximas, sentencioso ἄνδρες Ar.Ra.877, μέριμναι Ar.Nu.952, οἱ γὰρ ἀγροῖκοι μάλιστα γνωμοτύποι εἰσί Arist.Rh.1395a7.

Greek Monolingual

γνωμοτύπος, -ον (Α)
συνθέτης γνωμικών.

Greek Monotonic

γνωμοτύπος: [ῠ], -ον (τύπτω), αυτός που δημιουργεί γνωμικά, ρητά, αυτός που μιλάει αποφθεγματικά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τύπτω
maxim-coining, sententious, Ar.