γύπη
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A vulture's nest, Hsch.; κοίλωμα γῆς, θαλάμη, γωνία, Id.
German (Pape)
[Seite 512] ἡ, Geiernest, übh. Höhle, Raubnest, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γύπη: ἡ, (γὺψ) φωλεὸς γυπῶν, ὀπή, Ἡσύχ., πρβλ. κύπη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nid de vautour.
Étymologie: γύψ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [-ῡ-]
cavidad, cueva κέκρυπται γύπῃ ζάγκλον ὑποχθονίῃ Call.Fr.43.71, cf. Hsch.
•buitrera Hsch.
• Etimología: Algunos lo rel. ags. cofa, al. Koben ‘pocilga’ y otros c. γύψ. Quizá simplemente procedan ambas de *geHu̯- ‘curvo’ c. un suf. -π-.
Greek Monolingual
γύπη, η (Α)
η γυποφωλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. γύπη συνδέεται, κατά πολλούς παρετυμολογικά, με τον τ. γυψ (πρβλ. αγγλοσαξ. cofa, koben)].
Greek Monotonic
γύπη: [ῡ], ἡ (γύψ), η φωλιά του γύπα· η οπή.