ἐκπεύθομαι
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
A = ἐκπυνθάνομαι, A.Pers.955 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 772] poet. = ἐκπυνθάνομαι, Aesch. Pers. 916.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεύθομαι: ἐκπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 954· ἀλλ᾿ ἴδε Ἕρμαννον.
French (Bailly abrégé)
c. ἐκπυνθάνομαι.
Spanish (DGE)
enterarse de πάντα A.Pers.955.
Greek Monolingual
ἐκπεύθομαι (AM)
ζητώ, ρωτώ να μάθω.
Greek Monotonic
ἐκπεύθομαι: = ἐκπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπεύθομαι: Aesch. = ἐκπυνθάνομαι.