ἐπικέρδια

From LSJ
Revision as of 06:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικέρδια Medium diacritics: ἐπικέρδια Low diacritics: επικέρδια Capitals: ΕΠΙΚΕΡΔΙΑ
Transliteration A: epikérdia Transliteration B: epikerdia Transliteration C: epikerdia Beta Code: e)pike/rdia

English (LSJ)

τά,

   A profit on traffic or business, Hdt.4.152, Philostr.VS2.21.2.

German (Pape)

[Seite 948] τά, Handelsgewinn, v. l. für ἐπικέρδεια. Bei Her. 4, 152, τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες, ist die v. l. ἐπικερδέων.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
gain, profit.
Étymologie: ἐπί, κέρδος.

Greek Monolingual

ἐπικέρδια, τὰ (Α)
τα κέρδη που αποκτώνται από μια εργασία («οἱ δέ Σάμιοι τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέρδος + -ια).

Greek Monotonic

ἐπικέρδια: τά (κέρδος), κέρδη εμπορίου ή εργασιών, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικέρδια: τά прибыль (ἡ δεκάτη τῶν ἐπικερδίων Her.).