Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάθυδρος

From LSJ
Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθυδρος Medium diacritics: κάθυδρος Low diacritics: κάθυδρος Capitals: ΚΑΘΥΔΡΟΣ
Transliteration A: káthydros Transliteration B: kathydros Transliteration C: kathydros Beta Code: ka/qudros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A very watery, full of water, κ. κρατήρ S.OC158 (lyr.); Χωρίον v.l. in Plb.5.24.4.

German (Pape)

[Seite 1289] wasserreich, bewässert; χωρίον Pol. 5, 24, 4; Soph. vrbdt O. C. 160 κάθυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, vom Wasser des Quells.

Greek (Liddell-Scott)

κάθυδρος: ῠ, ον, πλήρης ὕδατος, κάθυδρος κρατήρ Σοφ. Ο. Κ. 158 (πρβλ. κατωτ. 472)· χωρίον ἐπίπεδον… γεῶδες καὶ κάθυδρον Πολύβ. 5. 24, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli d’eau, abondant en eau.
Étymologie: κατά, ὕδωρ.

Greek Monolingual

κάθυδρος, -ον (Α)
γεμάτος νερόκάθυδρος κρατήρ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -υδρος (< ὕδωρ), πρβλ. άν-υδρος, έν-υδρος].

Greek Monotonic

κάθυδρος: [ῠ], -ον (ὕδωρ), αυτός που είναι γεμάτος νερό, κάθυδρος κρατήρ, ποιητ. αντί του ίδιου του νερού, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάθῠδρος: (ᾰ)
1) полный воды (κρατήρ Soph.);
2) обильный водой, многоводный (χωρίον Polyb.).