Καρύαι

From LSJ
Revision as of 07:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κᾰρύαι Medium diacritics: Καρύαι Low diacritics: Καρύαι Capitals: ΚΑΡΥΑΙ
Transliteration A: Karýai Transliteration B: Karyai Transliteration C: Karyai Beta Code: *karu/ai

English (LSJ)

[ῠ], ῶν, αἱ, Caryae, a place in Laconia with a famous temple of Artemis, Th.5.55, etc.:—hence Κᾰρῠᾶτις, ιδος, ἡ, μέλισσα (prob. priestess of Artemis) St.Byz.; as Subst. esp.    1 Artemis, Paus.3.10.7.    2 dance in honour of Artemis, Poll.4.104; cf. καρυατίζω 2.    II Κᾰρῠάτῐδες, ων, αἱ, priestesses of Artemis at Caryae, Pratin.Lyr.4.    2 Archit., female figures used as bearing-shafts, Lync. ap. Ath.6.241e, Vitr.1.1.5.    3 a kind of ear-rings, Poll.5.97.

Greek (Liddell-Scott)

Καρύαι: ῶν αἱ, τόπος ἐν Λακωνικῇ μετὰ περιφήμου ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος, Θουκ. 5. 55, κτλ.· -ἐντεῦθεν, ΙΙ. Καρυᾶτις, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 3. 10, 7. 2) Λακωνικὸν ὄρχημα εἰς τιμὴν τῆς Ἀρτέμιδος, Πολυδ. Δ΄, 104· - ὁπόθεν Καρυᾱτίζω, ὀρχοῦμαι τὸ ὄρχημα τοῦτο, Λουκ. π. Ὀρχ. 10. ΙΙΙ. Κᾰρυάτῐδες, ων, αἱ, αἱ ἱέρειαι τῆς Ἀρτέμιδος ἐν Καρύαις, Meineke εἰς Εὔφορ. σ. 94. 2) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ Καρυάτιδες εἶναι ἀγάλματα κορῶν χρησιμεύοντα ὡς κίονες ἢ ὑποστηρίγματα ἐπιστυλίων, Βιτρούβ. 1. 1· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 279, Museum Grit. 2. 400, καὶ ἴδε ἐν λ. Ἄτλαντες, Τελαμῶνες, Κανηφόροι. 3) εἶδος ἐνωτίου, Πολυδ. Ε΄,97.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
Karyes, bourg de Laconie, avec un temple d’Artémis.

Greek Monotonic

Κᾰρύαι: [ῠ], -ῶν, αἱ,
I. τόπος στην Λακωνία με περίφημο ναό της Άρτεμης, σε Θουκ. II.Καρυᾶτις, , ονομασία της Άρτεμης· απ' όπου Καρυᾱτίζω, ορχούμαι, χορεύω το χορό των Καρυάτιδων, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

Καρύαι: ῶν αἱ Карии (город в Лаконии с храмом Артемиды Καρυᾶτις) Thuc.