κλῃδουχέω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
κλῃδοῦχος, old Att. for κλειδ- (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1450] die Schlüssel halten, führen, als Aufseher od. Priester; σὲ δ' ἀμφὶ σεμνὰς κλίμακας Βραυρωνίας δεῖ τῆσδε κλῃδουχεῖν θεᾶς Eur. I. T. 1463; übh. bewachen, γλώσσης πικροῖς κέντροισι κλῃδουχούμενοι Herc. Fur. 1283, wo Herm. κηλιδούμενοι vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
κλῃδουχέω: κλῃδοῦχος, ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ κλειδ-.
French (Bailly abrégé)
att. c. κλειδουχέω.
Greek Monotonic
κλῃδουχέω: κλῃδοῦχος, παλιό Αττ. αντί κλειδ-.
Russian (Dvoretsky)
κλῃδουχέω: и κλειδουχέω
1) хранить ключи (от храма) (τῆς θεᾶς Eur.);
2) подстерегать: κλῃδουχούμενος γλώσσης πικροῖς κέντροισι Eur. преследуемый злобными речами.