κιστίς

From LSJ
Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιστίς Medium diacritics: κιστίς Low diacritics: κιστίς Capitals: ΚΙΣΤΙΣ
Transliteration A: kistís Transliteration B: kistis Transliteration C: kistis Beta Code: kisti/s

English (LSJ)

ίδος (εως Nic.Dam.52 J.), ἡ, Dim. of κίστη, Hp.Mul.1.104, dub. in Hld.4.11; κιστίδος used to balance ἀσπίδος, Ar.Ach.1138.

German (Pape)

[Seite 1443] ίδος, ἡ, dim. von κίστη, mit Anspielung auf κύστις, Ar. Ach. 1138.

Greek (Liddell-Scott)

κιστίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κίστη, Ἱππ. 635. 52· ἴδε ἐν λέξ. κίστη.

Greek Monolingual

κιστίς, -ίδος και κίστεως, ἡ (Α)
μικρό κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. -is (πρβλ. θυρ-ίς, πινακ-ίς)].

Greek Monotonic

κιστίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του κίστη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κιστίς: ίδος (ῐδ) ἡ ящичек или корзинка Arph.