κοταίνω
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
A = κοτέω, A.Th.485 (lyr.):—also κοτάω, Et.Gud.s.v. ἐνεκότουν.
Greek (Liddell-Scott)
κοταίνω: κοτέω, Αἰσχύλ. Θήβ. 485· ὡσαύτως κοτάω, Bast. εἰς Γρηγ. Κ. 896· κότε, κοτέ, Ἰων. ἀντὶ πότε, ποτέ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. κοτέω.
Greek Monolingual
κοταίνω (Α)
κοτέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος + κατάλ. -αίνω, τ. σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς το θυμαίνω].
Greek Monotonic
κοταίνω: = κοτέω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κοταίνω: (только praes.) Aesch. = κοτέω.