Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Κρονικός

From LSJ
Revision as of 09:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρονικός Medium diacritics: Κρονικός Low diacritics: Κρονικός Capitals: ΚΡΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: Kronikós Transliteration B: Kronikos Transliteration C: Kronikos Beta Code: *kroniko/s

English (LSJ)

ή, όν, = sq.; K. ἀστήρ the planet

   A Saturn, AP11.227 (Ammian.); ζῴδια Paul.Al.O.3; K. ἑορτή, = Saturnalia, Plu.Pomp.34, Porph.Antr.23; K. λόφος, = Κρόνιον, Pi.O.5.17; also K. ὄχθος ib.9.3.    II old-fashioned, out of date, Ar. Pl.581, Pl.Ly.205c (Comp.); πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικόν Alex. 62.2, cf. Com.Adesp.1052.    2 prov., K. λῆμαι, of the short-sighted, Diogenian.5.63, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Κρονικός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., Κρ. ἀστήρ, ὁ πλανήτης Κρόνος, Ἀνθ. Π. 11. 227· πρβλ. τὸ ἑπόμ. 1. 2· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 263. 46. ΙΙ. ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, τοῦ παρελθόντος καιροῦ, ἀπηρχαιωμένος, Ἀριστοφ. Πλ. 581, Πλάτ. Λῦσ. 205C· πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικὸν Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· πρβλ. Κρόνος ΙΙ, Κρόνιος ΙΙ, ἀρχαϊκός, ἀρχαῖος 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 du temps de Cronos, càd vieux, antique;
2 de Saturne à Rome : ἡ Κρονικὴ ἑορτή la fête des Saturnales.
Étymologie: Κρόνος.

Greek Monotonic

Κρονικός: -ή, -όν, = το επόμ.,
I. Κρ. ἀστήρ, ο πλανήτης Κρόνος, σε Ανθ.
II. με υποτιμητική σημασία, παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κρονικός: 1) восходящий к временам Крона, ирон. страшно старый, древний (ἄνθρωπος Luc.): λῆμαι Κρονικαί Arph. старинные предрассудки; ἔτι τούτων Κρονικώτερα Plat. и не такое еще старье;
2) посвященный Крону (римск. Сатурну): ἡ Κρονικὴ ἑορτή Plut. Сатурналии; κ. ἀστήρ Anth. планета Сатурн.