λιγύπνοιος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον,
A shrill-blowing, whistling, ἄνεμοι h.Ap.28.
German (Pape)
[Seite 43] = Vorigem, ἄνεμοι, H. h. Apoll. 28. S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύπνοιος: -ον, (πνοὴ) = τῷ προηγ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 28.
Greek Monolingual
λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δί-πνοιος / θεό-πνους].
Greek Monotonic
λῐγύπνοιος: -ον (πνοιή), = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
λῐγύπνοιος: HH = λιγυπνείων.