λιψουρία

From LSJ
Revision as of 23:38, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιψουρία Medium diacritics: λιψουρία Low diacritics: λιψουρία Capitals: ΛΙΨΟΥΡΙΑ
Transliteration A: lipsouría Transliteration B: lipsouria Transliteration C: lipsouria Beta Code: liyouri/a

English (LSJ)

ἡ, (λίπτομαι, οὖρον)

   A desire to make water, A.Ch.756.

Greek (Liddell-Scott)

λιψουρία: ἡ, ἐπιθυμία πρὸς οὔρησιν, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 756.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désir d’uriner.
Étymologie: λίπτω, οὐρέω.

Greek Monolingual

λιψουρία, ἡ (Α)
επιθυμία για ούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίψουρος ή λιψουρῶ < λίπτω + οὖρον.

Greek Monotonic

λιψουρία: ἡ (οὖρον), επιθυμία για ούρηση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λιψουρία:λίπτομαι позыв к мочеиспусканию Aesch.