μειδιάω
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
A v. μειδάω.
German (Pape)
[Seite 115] att. = μειδάω, w. m. vgl., wie Lob. Phryn. 82; μειδιόων, Il. 7, 212; μειδιῶσα, Ar. Thesm. 513; μειδιάσας, Plat. Phaed. 86 d; πάνυ μειδιάσας τῷ προσώπῳ – ἔφη Euthyd. 275 e; μειδιᾶν, Parm. 130 a; Folgde; übertr., μειδιᾷ πόντος Satyr. 6 (V, 6), u. a. sp. D., μειδιάᾳ ἄρουρα Qu. Sm. 9, 476. Es ist im Attischen allein, statt μειδάω, gebräuchlich, vgl. Lob. Phryn. p. 82.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. μειδιάσω, ao. ἐμειδίασα, pf. inus.
rire doucement, sourire.
Étymologie: cf. μειδάω.
Greek Monotonic
μειδιάω: = μειδάω, μόνο στην Επικ. μτχ. μειδιόων, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
μειδιάω: (ᾰ) (fut. μειδιάσω с ᾱ, aor. ἐμειδίασα, part. μειδιάων и μειδιόων) улыбаться Hom., Plat., Arph. etc.