μειδιάω

From LSJ
Revision as of 23:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειδιάω Medium diacritics: μειδιάω Low diacritics: μειδιάω Capitals: ΜΕΙΔΙΑΩ
Transliteration A: meidiáō Transliteration B: meidiaō Transliteration C: meidiao Beta Code: meidia/w

English (LSJ)

   A v. μειδάω.

German (Pape)

[Seite 115] att. = μειδάω, w. m. vgl., wie Lob. Phryn. 82; μειδιόων, Il. 7, 212; μειδιῶσα, Ar. Thesm. 513; μειδιάσας, Plat. Phaed. 86 d; πάνυ μειδιάσας τῷ προσώπῳ – ἔφη Euthyd. 275 e; μειδιᾶν, Parm. 130 a; Folgde; übertr., μειδιᾷ πόντος Satyr. 6 (V, 6), u. a. sp. D., μειδιάᾳ ἄρουρα Qu. Sm. 9, 476. Es ist im Attischen allein, statt μειδάω, gebräuchlich, vgl. Lob. Phryn. p. 82.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. μειδιάσω, ao. ἐμειδίασα, pf. inus.
rire doucement, sourire.
Étymologie: cf. μειδάω.

Greek Monotonic

μειδιάω: = μειδάω, μόνο στην Επικ. μτχ. μειδιόων, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

μειδιάω: (ᾰ) (fut. μειδιάσω с ᾱ, aor. ἐμειδίασα, part. μειδιάων и μειδιόων) улыбаться Hom., Plat., Arph. etc.