μελλονικιάω

From LSJ
Revision as of 23:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλονῑκιάω Medium diacritics: μελλονικιάω Low diacritics: μελλονικιάω Capitals: ΜΕΛΛΟΝΙΚΙΑΩ
Transliteration A: mellonikiáō Transliteration B: mellonikiaō Transliteration C: mellonikiao Beta Code: mellonikia/w

English (LSJ)

   A delay victory, with a play on the name of Νικίας, the Athenian Cunctator, Ar.Av.640.

German (Pape)

[Seite 125] komisches Wort, mit Anspielung auf den Feldherrn Nikias, der sich dem Feldzuge gegen Sicilien widersetzte, zaudern zu siegen, Ar. Av. 639.

Greek (Liddell-Scott)

μελλονῑκιάω: μέλλω νὰ νικήσω μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Νικίου, «ὅτι βραδὺς ἦν περὶ τὰς ὀξόδους καὶ ὡς οἱ διαβάλλοντες, οὐχὶ προνοητικὸς ἦν, ἀλλὰ μελλητὴς» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 639.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
remettre pour vaincre (avec jeu de mot sur le nom du général Nicias, qui temporisait toujours).
Étymologie: μέλλω, νίκη-Νικίας.

Greek Monotonic

μελλονῑκιάω: αναβάλλω την κατάκτηση, την νίκη· λογοπαίγνιο με το όνομα Νικίας, το όνομα του Αθηναίου στρατηγού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελλονῑκιάω: Νικίας шутл. медлить с победой (как Никий): οὐχὶ νυστάζειν οὐδὲ μ. Arph. не дремать и не тянуть как Никий.