Μίνως

From LSJ
Revision as of 00:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μίνως Medium diacritics: Μίνως Low diacritics: Μίνως Capitals: ΜΙΝΩΣ
Transliteration A: Mínōs Transliteration B: Minōs Transliteration C: Minos Beta Code: *mi/nws

English (LSJ)

[ῑ, but also ῐ Pl.Com.15 D.], ὁ, Minos, Hom., etc.; gen.

   A Μίνωος Od.11.322, 17.523; acc. Μίνωα Il.13.450, Od.11.568; also gen. Μίνω Hdt.1.173; acc. Μίνων Il.14.322, Hdt.7.171, Μίνω A.Ch.618 (lyr.), Pl. Lg.630d, A.R.3.1107; dat. Μίνῳ Pl.Grg.524a:—Adj. Μῑνώϊος, α, ον, Att. -ῷος, h.Ap.393, etc.; Μινῷος, ὁ (sc. μήν), name of fictitious month, Luc.VH2.13; Μινῴα, ἡ, a kind of grape, Hsch.:—fem. Μῑνωΐς, ΐδος, A.R.2.299; νύμφη, i. e. Ariadne, Call.inPSI9.1092.59.

Greek (Liddell-Scott)

Μίνως: [ῑ], ὁ, υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Εὐρώπης, βασιλεὺς τῆς Κρήτης, Ὅμ., Ἡσ., κλ.: κλίνεται: γεν. Μίνωος Ὀδ. Λ. 322, Ρ. 523· αἰτ. Μίνωα Ἰλ. Ν. 450, Ὀδ. Λ. 568· - ὡσαύτως γεν. Μίνω Ἡρόδ. 1. 173· αἰτ. Μίνων Ἰλ. Ξ. 322, ἢ Μίνω Ἡρόδ. 7. 170, 171 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφῶν: Μίνωα, Μίνων), Αἰσχύλ. Χο. 618, Πλάτ., δοτ. Μίνῳ Πλάτ. Γοργ. 524Α· - ἐπίθ. Μῑνώιος, α, ον, Ἀττ. ῷος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 393, κτλ.· θηλ. Μῑνωίς, ίδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 299.

French (Bailly abrégé)

ωος (ὁ) :
Minos, roi de Crète et législateur.

English (Autenrieth)

Minos, son of Zeus and Eurōpa, father of Deucalion and Ariadne, ruler of Crete, and after his death a ruler in the nether world, Od. 11.322, 568 ff.

Greek Monotonic

Μίνως: [ῑ], ὁ, ο Μίνωας, γιος του Δία και της Ευρώπης, βασιλιάς της Κρήτης, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· γεν. Μίνωος, σε Ομήρ. Οδ.· αιτ. Μίνωα, σε Όμηρ.· επίσης, γεν. Μίνω, σε Ηρόδ.· αιτ. Μίνων, σε Ομήρ. Ιλ. ή Μίνω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· δοτ. Μίνῳ, σε Πλάτ.· επίθ. Μῑνώϊος, , -ον, Αττ. -ῷος, του Μίνωα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

Μίνως: ωος или ω (ῑ) ὁ (dat. ῳ, acc. ωα, ων и ω) Миной или Минос (сын Зевса и Европы, брат Радаманта, миф. царь и законодатель Крита, муж Пасифаи, отец Ариадны; после смерти - один из судей подземного царства) Hom., Her. etc.