μῆρα

From LSJ
Revision as of 11:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆρα Medium diacritics: μῆρα Low diacritics: μήρα Capitals: ΜΗΡΑ
Transliteration A: mē̂ra Transliteration B: mēra Transliteration C: mira Beta Code: mh=ra

English (LSJ)

τά, old pl. of

   A μηρός 2, = μηρία, Il.1.464, al., B.Fr.3.4, Ar.Pax 1088; Ποσειδάωνι . . πόλλ' ἐπὶ μῆρ' ἔθεμεν Od.3.179.

Greek (Liddell-Scott)

μῆρα: τά, σπανιώτερος Ὁμηρ. τύπος ἀντὶ μηρία, οὐχὶ ἀνώμαλος πληθ. τοῦ μηρός, (ἴδε μηρίον), Ἰλ. Α. 464., Β. 427, κτλ., οὕτως Ἀριστοφ. Εἰρ. 1088, 1092.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
seul. pl.
c. μηρία.

English (Autenrieth)

see μηρίον.

Greek Monolingual

μῆρα, τὰ (Α)
οι μηροί («κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηρός.

Greek Monotonic

μῆρα: τά, =μηρία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μῆρα: τά Hom. = μηρία.