μῆρα

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆρα Medium diacritics: μῆρα Low diacritics: μήρα Capitals: ΜΗΡΑ
Transliteration A: mē̂ra Transliteration B: mēra Transliteration C: mira Beta Code: mh=ra

English (LSJ)

τά, old pl. of μηρός 2, = μηρία, Il.1.464, al., B.Fr.3.4, Ar.Pax 1088; Ποσειδάωνι… πόλλ' ἐπὶ μῆρ' ἔθεμεν Od.3.179.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
seul. pl.
c. μηρία.

Russian (Dvoretsky)

μῆρα: τά Hom. = μηρία.

Greek (Liddell-Scott)

μῆρα: τά, σπανιώτερος Ὁμηρ. τύπος ἀντὶ μηρία, οὐχὶ ἀνώμαλος πληθ. τοῦ μηρός, (ἴδε μηρίον), Ἰλ. Α. 464., Β. 427, κτλ., οὕτως Ἀριστοφ. Εἰρ. 1088, 1092.

English (Autenrieth)

see μηρίον.

Greek Monolingual

μῆρα, τὰ (Α)
οι μηροί («κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηρός.

Greek Monotonic

μῆρα: τά, =μηρία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.

Middle Liddell

μῆρα, ων, τά, = μηρία, Il., Ar.]