μέγαρόνδε
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
Adv.
A to the hall, to the women's room, Od.16.413, al.
German (Pape)
[Seite 109] nach Hause, zur Wohnung hin, ins Zimmer, Od. 16, 413 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
μέγᾰρόνδε: Ἐπίρρ., οἴκαδε, Ὀδ. Π. 413, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la maison avec mouv.
Étymologie: μέγαρον, -δε.
Greek Monolingual
μεγαρόνδε (Α)
επίρρ. προς το μέγαρο, προς τον γυναικωνίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγαρον + επιρρμ. κατάλ. -δε].
Greek Monotonic
μέγᾰρόνδε: επίρρ., προς το σπίτι, στο σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
μέγᾰρόνδε: adv. домой Hom.