ὀρνιθοτρόφος

From LSJ
Revision as of 01:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

German (Pape)

[Seite 383] Vögel, bes. Hühner fütternd, haltend, Schol. Ar. Pax 1003 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πτηνά, Διόδ. 1. 74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des oiseaux, particul. qui élève des poules.
Étymologie: ὄρνις, τρέφω.

Greek Monolingual

-ο (Α ὀρνιθοτρόφος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοτρόφος
άτομο που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, πτηνοτρόφος
αρχ.
αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και την αναπαραγωγή ορνίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριο-τρόφος].

Greek Monotonic

ὀρνῑθοτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που εκτρέφει πουλιά, πτηνοτρόφος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθοτρόφος: ὁ птицевод, куровод Diod.