ὀστρακεύς
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
έως, ὁ,
A potter, APl.4.191 (Nicaen.).
German (Pape)
[Seite 400] ὁ, der Verfertiger irdener Geschirre, Töpfer, Nicaenet. 2 (Plan. 191).
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκεύς: έως, ὁ, κεραμεύς, Ἀνθολ. Πλαν. 191.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
potier.
Étymologie: ὄστρακον.
Greek Monolingual
ὀστρακεύς, -έως, ὁ (Α)
κεραμέας, κατασκευαστής πήλινων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. -εύς (πρβλ. κεραμ-εύς)].
Greek Monotonic
ὀστρᾰκεύς: -έως, ὁ (ὄστρακον), κεραμικό αγγείο, σε Ανθ.