πολύευκτος

From LSJ
Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύευκτος Medium diacritics: πολύευκτος Low diacritics: πολύευκτος Capitals: ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: polýeuktos Transliteration B: polyeuktos Transliteration C: polyefktos Beta Code: polu/euktos

English (LSJ)

ον,

   A much-prayed-for, much-desired, ἰὴ παιδός Orac. ap. Hdt.1.85; ὄλβος A.Eu.537 (lyr.); πλοῦτος X.Cyr.1.6.45; παιδίον Him. Or.23.20.    II Act., with many prayers, ἱκεσίη Nonn.D.40.66.

German (Pape)

[Seite 662] viel od. sehr gewünscht; ὄλβος, Aesch. Eum. 509; χρυσός, Xen. Cyr. 1, 6, 45; Luc. Cyn. 8 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύευκτος: -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, πολυπόθητος, ἰὴ παιδὸς Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1, 85· ὄλβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 537· πλοῦτος Ξεν. Κύρ. 1. 6, 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très désiré ou longtemps désiré.
Étymologie: πολύς, εὔχομαι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που γίνεται συνοδευόμενος από πολλές ευχές
αρχ.
πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ πάμφιλος καὶ πολύευκτος ὄλβος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + εὐκτός (< εὔχομαι)].

Greek Monotonic

πολύευκτος: -ον, εξαιρετικά επιθυμητός, πολυπόθητος, σε Χρησμ. παρά Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολύευκτος: долгожданный, вожделенный, желанный (ἰὴ παιδός Her.; ὄλβος Aesch.; χρυσός Xen.).