εὐκτός
English (LSJ)
εὐκτή, εὐκτόν, (εὔχομαι)
A wished for, desired, ὄφρ' ἔτι μᾶλλον Τρωσὶ μὲν εὐκτὰ γένηται = so that even more than before the Trojans may have their desired result / that what they wish for may happen, Il.14.98; τὰ δ' εὐκτὰ παρὰ θεῶν ἠτησάμην S.Fr.843.
2 to be wished for, εὐκτὸν ἀνθρώποισι E.Ion642, cf. Isoc.12.243, Men.Georg.82; εὐ. ὁ τῶ βατράχω βίος Theoc.10.52; εὐκτότατος γάμος Eup.383: εὐκτόν ἐστι c.inf., E.Heracl.458, X.Mem.1.5.5.
II vowed, dedicated, ἴουλος AP10.19 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 1077] erwünscht, nach Wunsch, Il. 14, 98; wünschenswert, ὃ δ' εὐκτὸν ἀνθρώποις Eur. Ion 642, vgl. Heracl. 458; Theocr. 10, 52. Auch in Prosa, Xen. Mem. 1, 5, 5; bei Isocr. 12, 243 entspricht dem εὐκτὰς εἶναι – ἅπαντας αὐτῶν ἐπιθυμεῖν.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 souhaité, désiré;
2 souhaitable, désirable.
Étymologie: εὔχομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὐκτός:
1 желаемый, желанный (τινι Hom., Theocr.): τὰ εὐκτά Hom., Soph. ap. Plut. пожелания;
2 достойный пожелания, надлежащий (τινι Xen.): εὐκτὸν ἀνθρώποισι δίκαιον εἶναι Eur. людям следует желать, т. е. надлежит быть справедливыми;
3 культ. обетованный, обещанный (δέχεσθαι εὐκτόν τι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκτός: -ή, -όν, (εὔχομαι) ἄξιος εὐχῆς, ἐπιθυμητός, ὄφρ᾿ ἔτι μᾶλλον Τρωσὶ μὲν εὐκτὰ γένηται, ἵνα γείνωσιν ὅσα οἱ Τρ. ἐπιθυμοῦσι καὶ εὔχονται, Ἰλ. Ξ. 98· τὰ δ᾿ εὐκτὰ παρὰ θεῶν ᾐτησάμην Σοφ. Ἀποσπ. 723. 2) ὃν ἄξιον εἶναι νὰ ἐπιθυμήσῃ τις, εὐκτὸν ἀνθρώποις Εὐρ. Ἴων 642, Ἰσοκρ. 283Ε, Θεόκρ. 10. 52· εὐκτότατος γάμος Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 142: ― εὐκτόν ἐστι, μετ᾿ ἀπαρ., Εὐρ. Ἠράκλ. 458, Ἀπομν. 1. 5, 5. ΙΙ. ἀφιερωμένος, «ταμμένος», Ἀνθ. Π. 10. 19.
English (Autenrieth)
(εὔχομαι): prayed-for, wished-for; neut. pl., ‘occasion for triumph,’ Il. 14.98†.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ εὐκτός, -ή, -όν) εὔχομαι
1. αυτός τον οποίο μπορεί να ευχηθεί, να επιθυμήσει κάποιος, ο επιθυμητός («τὰ εὐκτὰ παρὰ τῶν θεῶν ᾐτησάμην», Σοφ.)
2. αυτός που αξίζει να επιθυμήσει κάποιος, ο ποθητός («εὐκτὸν ἀνθρώποισι», Ευρ.)
αρχ.
αφιερωμένος, ταμένος.
επίρρ...
εὐκτῶς (Μ)
κατά την ευχή.
Greek Monotonic
εὐκτός: -ή, -όν (εὔχομαι),·
I. 1. επιθυμητός, ὄφρ' εὐκτὰ γένηται, για να γίνουν όσα επιθυμούν και εύχονται, σε Ομήρ. Ιλ.
2. άξιος επιθυμίας, εὐκτὸν ἀνθρώποις, σε Ευρ.· εὐκτόν ἐστι, με απαρ., στον ίδ., σε Ξεν.
II. ταμένος, αφιερωμένος, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐκτός, ή, όν εὔχομαι
I. wished for, ὄφρ' εὐκτὰ γένηται that what they wish for may happen, Il.
2. to be wished for, εὐκτὸν ἀνθρώποις Eur.:— εὐκτόν ἐστι, c. inf., Eur., Xen.
II. vowed, dedicated, Anth.