πορφυρόστρωτος

From LSJ
Revision as of 12:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠρόστρωτος Medium diacritics: πορφυρόστρωτος Low diacritics: πορφυρόστρωτος Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: porphyróstrōtos Transliteration B: porphyrostrōtos Transliteration C: porfyrostrotos Beta Code: porfuro/strwtos

English (LSJ)

ον,

   A spread with purple cloth, A.Ag. 910.

German (Pape)

[Seite 686] mit Purpurdecken belegt, πόρος, Aesch. Ag. 884.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόστρωτος: -ον, ὁ ἐστρωμένος διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d’un tapis de pourpre.
Étymologie: πορφύρα, στρώννυμι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ.
β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. λιθό-στρωτος].

Greek Monotonic

πορφῠρόστρωτος: -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρόστρωτος: устланный пурпурными тканями или коврами (πόρος Aesch.).