μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Full diacritics: πουλύπους | Medium diacritics: πουλύπους | Low diacritics: πουλύπους | Capitals: ΠΟΥΛΥΠΟΥΣ |
Transliteration A: poulýpous | Transliteration B: poulypous | Transliteration C: poulypous | Beta Code: poulu/pous |
ὁ, A v. πολύπους.
[Seite 691] ὁ, ion. statt πολύπους.
πουλύπους: ὁ, ἴδε ἐν λ. πολύπους.
-ποδος, ὁ, Α
βλ. πολύποδας.
πουλύπους: ὁ, βλ. πολύπους.