ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Full diacritics: πουλύπους | Medium diacritics: πουλύπους | Low diacritics: πουλύπους | Capitals: ΠΟΥΛΥΠΟΥΣ |
Transliteration A: poulýpous | Transliteration B: poulypous | Transliteration C: poulypous | Beta Code: poulu/pous |
ὁ, v. πολύπους.
[Seite 691] ὁ, ion. statt πολύπους.
πουλύπους: ὁ, ἴδε ἐν λ. πολύπους.
-ποδος, ὁ, Α
βλ. πολύποδας.
πουλύπους: ὁ, βλ. πολύπους.