ποικιλόνωτος

From LSJ
Revision as of 09:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόνωτος Medium diacritics: ποικιλόνωτος Low diacritics: ποικιλόνωτος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΝΩΤΟΣ
Transliteration A: poikilónōtos Transliteration B: poikilonōtos Transliteration C: poikilonotos Beta Code: poikilo/nwtos

English (LSJ)

ον,

   A with back of various hues, ὄφις Pi.P.4.249; δράκων E.IT1241(lyr.); δόρξ Id.HF376(lyr.).

German (Pape)

[Seite 650] mit buntem, schillerndem Rücken; ὄφις, Pind. P. 4, 249; δράκων, Eur. I. T. 1245; sp. D., wie Nonn. D. 19, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα ποικιλόχροα, ὄφις Πινδ. 4. 442 δράκων Εὐρ. Ι. Τ. 1245· ποικιλόνωτον δόρκα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 376.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au dos tacheté.
Étymologie: ποικίλος, νῶτος.

English (Slater)

ποικῐλόνωτος
   1 with spotted back γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν (P. 4.249)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα νώτα, αιολόνωτος («κτεῑνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. ευρύ-νωτος].

Greek Monotonic

ποικῐλόνωτος: -ον, αυτός που έχει πλάτη με ποικίλες, διάφορες αποχρώσεις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόνωτος: с пестрой спиной (ὄφις Pind.; δράκων Eur.).