πώεα
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
τά,
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πώεα: τά, ποίμνια, ἴδε πῶϋ, οἰῶν πώεα καλὰ Ὀδ. Λ. 402. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πώεα· βοσκήματα, πληθυντικῶς».
French (Bailly abrégé)
v. πῶϋ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
πληθ. βλ. πῶϋ.
Greek Monotonic
πώεα: τά, πληθ. του πῶϋ.
Russian (Dvoretsky)
πώεα: τά pl. к πῶϋ.