σωφρόνημα

From LSJ
Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρόνημα Medium diacritics: σωφρόνημα Low diacritics: σωφρόνημα Capitals: ΣΩΦΡΟΝΗΜΑ
Transliteration A: sōphrónēma Transliteration B: sōphronēma Transliteration C: sofronima Beta Code: swfro/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A an example of self-control, X.Ages.5.4, Stoic.3.136; cf. σωφρόνισμα.

German (Pape)

[Seite 1062] τό, die That eines σώφρων, Beweis von Mäßigung, Enthaltsamkeit, Xen. Ages. 5, 4. Auch was mäßig macht, Aristaroh. b. Stob. flor. 120, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρόνημα: τό, πρᾶξις σωφροσύνης, Ξεν. Ἀγησ. 5, 4, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 194, πρβλ. σωφρόνισμα. ΙΙ. = σωφρονιστής, Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. σ. 602. 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de modération.
Étymologie: σωφρονέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α σωφρονῶ
πράξη σωφροσύνης.

Greek Monotonic

σωφρόνημα: τό, πράξη σωφροσύνης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σωφρόνημα: ατος τό поступок скромного человека, пример скромности Xen.