συνδιαμένω

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαμένω Medium diacritics: συνδιαμένω Low diacritics: συνδιαμένω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΜΕΝΩ
Transliteration A: syndiaménō Transliteration B: syndiamenō Transliteration C: syndiameno Beta Code: sundiame/nw

English (LSJ)

   A stand one's ground with others, X.Cyr.4.5.53, Arist.EE1235b9; to be fixed also, Gal.18(2).767.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. μένω), mit od. zugleich verbleiben u. aushalten, Xen. Cyr. 4, 5, 53.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαμένω: διαμένω, παραμένω ὁμοῦ, συγκαρτερῶ, τηρῶ τὴν θέσιν μου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 53, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

rester jusqu’au bout avec.
Étymologie: σύν, διαμένω.

Greek Monolingual

Α διαμένω
1. παραμένω μαζί με άλλον
2. στερεώνομαι ακόμη πιο πολύ.

Greek Monolingual

Α διαμένω
1. παραμένω μαζί με άλλον
2. στερεώνομαι ακόμη πιο πολύ.

Greek Monotonic

συνδιαμένω: διαμένω, παραμένω από κοινού με άλλους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαμένω: 1) оставаться вместе Xen.;
2) проявлять выдержку, быть стойким (ἐν ἀτυχίαις Arst.).