τετρεμαίνω
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
redupl. form of τρέμω, τετρεμαίνειν Ἀττικῶς, τρέμειν Ἑλληνικῶς Moer.p.365 P.; cf. τετραμαίνω.
German (Pape)
[Seite 1100] aus τρέω gebildet, nur im praes. vorkommende verstärkte Form, zittern; Ar. Nubb. 294. 373; Xenarch. bei Ath. XI, 483 a.
Greek (Liddell-Scott)
τετρεμαίνω: κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν τύπος τοῦ τρέμω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἱππ. 663F, Ἀριστοφ. Νεφ. 294, 374· ἀεὶ δὲ τετρεμαίνοντα καὶ φοβούμενον Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 19.
French (Bailly abrégé)
trembler, frissonner.
Étymologie: τρέμω.
Greek Monolingual
ΜΑ
καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς τετρεμαίνω καὶ πεφόβημαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τετραμαίνω κατ' επίδραση του τρέμω.
Greek Monotonic
τετρεμαίνω: αναδιπλ. τύπος του τρέμω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τετρεμαίνω: дрожать, трепетать Arph.