τίπτε
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
English (LSJ)
Ep. sync. form for τί ποτε; Il.6.254, al., A.Ag.975 (lyr.):—elided before an aspirate, τίφθ' Il.4.243, al.:—on τίπτε δέ σε χρεώ,
A v. χρεώ.
German (Pape)
[Seite 1117] ep. synkop. Form für das Vorige; elidirt vor einer Aspirat. τίφθ'; oft Hom.; Aesch. Ag. 949.
Greek (Liddell-Scott)
τίπτε: Ἐπικ. συγκεκομμ. τύπος τοῦ τίποτε; Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 975 (λυρ.)· - συχν. πάσχει ἔκθλιψιν πρὸ δασυνομένου φωνήεντος, τίφθ’ Ἰλ. Δ. 243, κ. ἀλλ.· - περὶ τοῦ τίπτε δέ σε χρεώ, ἴδε ἐν λέξ. χρεὼ Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
sync épq. p. τί ποτε ;;
dev. une voy. aspirée τίφθ’;
pourquoi enfin ?
English (Autenrieth)
(= τί ποτε), τίπτ, τίφθ: why pray?
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) βλ. τί ποτε.
Greek Monotonic
τίπτε: Επικ. συγκεκ. τύπος του τίποτε; σε Όμηρ., Αισχύλ.· πριν από δασυνόμενο φωνήεν, τίφθ', σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τίπτε: перед придых. гласным τίφθ᾽ вопросит. частица [из τί ποτε] что же?: τ. δέ σε χρεώ (sc. ἔχει); Hom. что это у тебя за надобность?, т. е. зачем ты здесь?; τ. αὖ μοι τὸ κατ᾽ ἆμαρ ἔσται; Soph. что же будет теперь моим повседневным питанием?