τίπτε

From LSJ
Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίπτε Medium diacritics: τίπτε Low diacritics: τίπτε Capitals: ΤΙΠΤΕ
Transliteration A: típte Transliteration B: tipte Transliteration C: tipte Beta Code: ti/pte

English (LSJ)

Ep. sync. form for τί ποτε; Il.6.254, al., A.Ag.975 (lyr.):—elided before an aspirate, τίφθ' Il.4.243, al.:—on τίπτε δέ σε χρεώ,

   A v. χρεώ.

German (Pape)

[Seite 1117] ep. synkop. Form für das Vorige; elidirt vor einer Aspirat. τίφθ'; oft Hom.; Aesch. Ag. 949.

Greek (Liddell-Scott)

τίπτε: Ἐπικ. συγκεκομμ. τύπος τοῦ τίποτε; Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 975 (λυρ.)· - συχν. πάσχει ἔκθλιψιν πρὸ δασυνομένου φωνήεντος, τίφθ’ Ἰλ. Δ. 243, κ. ἀλλ.· - περὶ τοῦ τίπτε δέ σε χρεώ, ἴδε ἐν λέξ. χρεὼ Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

sync épq. p. τί ποτε ;;
dev. une voy. aspirée τίφθ’;
pourquoi enfin ?

English (Autenrieth)

(= τί ποτε), τίπτ, τίφθ: why pray?

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) βλ. τί ποτε.

Greek Monotonic

τίπτε: Επικ. συγκεκ. τύπος του τίποτε; σε Όμηρ., Αισχύλ.· πριν από δασυνόμενο φωνήεν, τίφθ', σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τίπτε: перед придых. гласным τίφθ᾽ вопросит. частица [из τί ποτε] что же?: τ. δέ σε χρεώ (sc. ἔχει); Hom. что это у тебя за надобность?, т. е. зачем ты здесь?; τ. αὖ μοι τὸ κατ᾽ ἆμαρ ἔσται; Soph. что же будет теперь моим повседневным питанием?