ὑακίνθινος

From LSJ
Revision as of 05:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰκίνθῐνος Medium diacritics: ὑακίνθινος Low diacritics: υακίνθινος Capitals: ΥΑΚΙΝΘΙΝΟΣ
Transliteration A: hyakínthinos Transliteration B: hyakinthinos Transliteration C: yakinthinos Beta Code: u(aki/nqinos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον,

   A hyacinthine, ἄνθος Od.6.231; ἄνθεα E.IA1298 (lyr.); ἔξαστις Michel832.14 (Samos, iv B. C.); φύλλα Theoc.11.26; blue, θώρακες Apoc.9.17; ἔνδυμα Ph.2.225, J.BJ5.5.7; lana, Cod. Just.4.40.1; λίθοι PSI3.183.5 (v A. D.).

German (Pape)

[Seite 1168] hyacinthen, hyacinthfarbig, d. i. dunkelroth, schwarzroth, übh. dunkelfarbig; ὑακίνθινον ἄνθος, die Hyacinthblume, Od. 6, 231. 23, 158, wie Eur. I. A. 1298; ῥάβδος, Anacr. 29, 1; von Haaren, Luc. pro imag. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑακίνθῐνος: -η, -ον, ὁ τοῦ ὑακίνθου, κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας Ὀδ. Ζ. 231, (ἴδε ὑάκινθος), Σαπφὼ 62· ἄνθεα Εὐρ. Ι. Α. 1298 φύλλα, Θεόκρ. 11. 26 ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑακίνθινον· ὑπομελανίζον, πορφυρίζον».

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de couleur jacinthe, violet ou bleu foncé.
Étymologie: ὑάκινθος.

English (Autenrieth)

hyacinthine; ἄνθος, Od. 6.231 and Od. 23.158.

Spanish

de jacinto

English (Strong)

from ὑάκινθος; "hyacinthine" or "jacinthine", i.e. deep blue: jacinth.

English (Thayer)

ὑακινθινη, ὑακίνθινον (ὑάκινθος), of hyacinth, of the color of hyacinth, i. e. of a red color bordering on black (Hesychius ὑακινθιον. ὑπομελανιζον): Homer, Theocr, Lucian, others; the Sept.).

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑακίνθινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υάκινθο
αρχ.
(το ουδ.) ὑακίνθινον
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπομελανίζον, πορφυρίζον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑάκινθος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

ὑᾰκίνθῐνος: [ῠ], , -η, -ον, υακίνθινος, όμοιος με υάκινθο, βιολετής, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑᾰκίνθῐνος: (ῠ)1) гиацинтовый Hom., Theocr.: ἄνθεα ὑακίνθινα Eur. гиацинты;
2) цвета гиацинта, т. е. фиолетовый, пурпурный или темно-синий Luc.