ψυχοπλανής
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ές,
A making the soul wander, epith. of Dionysus, AP9.524.24.
German (Pape)
[Seite 1404] ές, die Seele verwirrend, täuschend, Bacchus, Hymn. (IX, 524).
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοπλανής: -ές, ὁ κάμνων τὴν ψυχὴν νὰ πλανᾶται, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui égare les âmes.
Étymologie: ψυχή, πλανάω.
Greek Monolingual
-ές, Α
ψυχοπλάνος («ψυχοπλανὴς Βάκχος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νοο-πλανής].
Greek Monotonic
ψῡχοπλᾰνής: -ές, αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχοπλᾰνής: заставляющий души блуждать, т. е. приводящий в исступление (Διόνυσος Anth.).