λύκαινα

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκαινα Medium diacritics: λύκαινα Low diacritics: λύκαινα Capitals: ΛΥΚΑΙΝΑ
Transliteration A: lýkaina Transliteration B: lykaina Transliteration C: lykaina Beta Code: lu/kaina

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, fem. of λύκος,

   A she-wolf, Arist.HA580a18, Babr.16.8, Plu.Rom.2; of Artemis in Mithraism, Porph.Abst.4.16:—Dim. λυκαίνιον, τό, of a woman, Poll.4.150.

German (Pape)

[Seite 68] ἡ, fem. zu λύκος, die Wölfinn, Plut. Rom. 2.

Greek (Liddell-Scott)

λύκαινα: [ῠ], ἡ, θηλ. τοῦ λύκος, θῆλυς λύκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2, Βάβρ. 16. 8, Πλουτ. Ρωμ. 2· - ὑποκορ. λυκαίνιον, τό, ὄνομα κωμικ. προσωπείου γραϊδίου, «τὸ μὲν λυκαίνιον ὑπόμηκες· ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί· λευκὸν, ὕπωχρον, στρεβλὸν τὸ ὄμμα» Πολυδ. Δ΄, 150.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
louve, animal.
Étymologie: λύκος.

Spanish

loba

Greek Monolingual

η (AM λύκαινα)
το θηλυκό του λύκου («εἶτα λύκαιναν μὲν ἐπιφοιτᾱν μαστὸν διδοῡσαν», Πλούτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας λυκαινίδες
μσν.
στον πληθ. αἱ λύκαιναι
οι χωρικές της Ιταλίας που έβοσκαν πρόβατα
αρχ.
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη λατρεία του Μίθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κατάλ. -αινα, κατά το λέαινα.

Greek Monotonic

λύκαινα: [ῠ], ἡ, θηλ. του λύκος, θηλυκός λύκος, σε Βάβρ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

λύκαινα: (ῠ) ἡ волчица Arst., Plut.