δυσειδής

From LSJ
Revision as of 21:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσειδής Medium diacritics: δυσειδής Low diacritics: δυσειδής Capitals: ΔΥΣΕΙΔΗΣ
Transliteration A: dyseidḗs Transliteration B: dyseidēs Transliteration C: dyseidis Beta Code: duseidh/s

English (LSJ)

ές,

   A unshapely, ugly, Hdt.6.61, S.Fr.88.9, Pl. Sph.228a, Agatharch.74; of sounds, ἧττον δ. τοῦ ε τὸ ο D.H.Comp. 14.    II difficult to discern, τὸ δ. τῆς οὐσίας Procl.Theol.Plat.5.23.

German (Pape)

[Seite 678] ές, mißgestaltet, häßlich; σῶμα Soph. frg. 109; Her. 6, 61; Plat. Soph. 228 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσειδής: -ές, δύσμορφος, «ἄσχημος», Ἡρόδ. 6. 61, Σοφ. Ἀποσπ. 109. 9, Πλάτ. Σοφ. 228Α.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difforme.
Étymologie: δυσ-, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [formas sin contr. Hdt.6.61, Nonn.D.35.307]
1 de pers., anim. y personif. de aspecto desagradable, feo, deforme θυγάτηρ Hdt.l.c., σῶμα S.Fr.88.9, τὸ ... γένος Pl.Sph.228a, ἄνθρωπος Agatharch.74, cf. D.C.60.27.5, Eus.HE 5.1.35, Pall.V.Chrys.3.44, τὰ πρόσωπα (τῶν γυμναστῶν) Gal.1.32, del aspecto de Cristo, Cels.Phil.6.75, de Safo Fr.Biog.Pap. en POxy.1800.1.21, cf. Chrys.Virg.62.9, 63.4, Vid.1.373, εἴ τις ἀκτήμων ... καὶ δ. ... φαίνεται Clem.Al.QDS 33.5, cf. Lib.Decl.12.9, subst. ὁ δ. διάκρινον ... τὸν εὐπρεπῆ ἀπὸ τοῦ δυσειδοῦς Basil.M.32.1261B, de anim. οἱ κυνοκέφαλοι D.S.3.35, cf. Opp.C.2.608, Ἔχιδνα Nonn.D.18.275, ἵπποι Hippiatr.115.2, cf. Ach.Tat.2.15.3, Gr.Naz.M.36.57B, Ὄρφνη Nonn.D.29.19
de cosas informe τὸ ξύλον Thphr.HP 5.1.1
de abstr. o ref. a abstr., op. κάλλος Plot.2.4.16, εἴδη ... δυσειδῆ καὶ ἄμορφα Simp.in Cat.261.32, cf. Them.in Ph.39.2, τῆς αἰσχρᾶς καὶ δυσειδοῦς ... ὄψεως Chrys.Laed.6.26, cf. 9.16.
2 fig. de la enfermedad desagradable, horrible τὰ ἕλκεα Hp.Mul.1.9, δυσειδέα λύματα νούσου Nonn.D.35.307, c. inf. τοῦ σώματος τὸ πάθος ... δ. ὀφθῆναι D.Chr.16.1.

Greek Monolingual

δυσειδής, -ές (AM)
δύσμορφος, άσχημος («δυσειδές σῶμα)
αρχ.
1. (για ήχο) κακόηχος
2. δυσδιόρατος.

Greek Monotonic

δυσειδής: -ές (εἶδος), δύσμορφος, άσχημος, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσειδής: безобразный, некрасивый (σῶμα Soph., Plut., Diod.; τὸ παιδίον Her.; γένος Plat.).

Middle Liddell

δυσ-ειδής, ές εἶδος
unshapely, ugly, Hdt., Plat.