Μηδίς
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
(sc. γυνή), ίδος, ἡ,
A Median woman, Hdt.1.91.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
femme mède.
Étymologie: Μῆδοι.
Greek Monolingual
η (Α Μηδίς και Μήδισσα)
βλ. Μήδος.
Greek Monotonic
Μηδίς: (ενν. γυνή), ἡ, γυναίκα Μηδικής καταγωγής, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Μηδίς: ίδος ἡ мидянка Her.