ἱπποσέλινον

From LSJ
Revision as of 11:52, 20 November 2020 by Spiros (talk | contribs)

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποσέλῑνον Medium diacritics: ἱπποσέλινον Low diacritics: ιπποσέλινον Capitals: ΙΠΠΟΣΕΛΙΝΟΝ
Transliteration A: hipposélinon Transliteration B: hipposelinon Transliteration C: ipposelinon Beta Code: i(ppose/linon

English (LSJ)

τό,

   A Alexanders, Smyrnium olusatrum, alisanders, horse parsley, smyrnium Thphr. HP2.2.1, Arist.Pr.923a34, Dsc.3.67: metaph., γελᾶν ἱπποσέλινα Pherecr.131.4.

German (Pape)

[Seite 1261] τό, eine große Art Eppich, Theophr. u. Sp.; ἱπποσέλινα γελᾶν Pherecr. Ath. XV, 685 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποσέλῑνον: τό, εἶδος τραχέος ἀγριοσελίνου, Smyrnium olusatrum, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 1, κ. ἀλλ.· μεταφ., γελᾶν ἱπποσέλινα Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 2.

Greek Monolingual

ἱπποσέλινον, τὸ (Α)
είδος αγριοσέλινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + σέλινον. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό-κρημνος, ιππο-λάπαθον.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποσέλῑνον: τό бот. конская петрушка (Smyrnium olus atrum) Arst.