ἐλευθεροστομέω

From LSJ
Revision as of 14:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθεροστομέω Medium diacritics: ἐλευθεροστομέω Low diacritics: ελευθεροστομέω Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣΤΟΜΕΩ
Transliteration A: eleutherostoméō Transliteration B: eleutherostomeō Transliteration C: eleftherostomeo Beta Code: e)leuqerostome/w

English (LSJ)

   A to be free of speech, A.Pr.182 (lyr.), E.Andr.153; in later Prose, Ph.1.474, al.

German (Pape)

[Seite 796] freimüthig reden; Aesch. Prom. 180 Eur. Andr. 153.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθεροστομέω: ὁμιλῶ ἐλευθέρως, παρρηπάζομαι, ἄγαν δ’ ἐλευθεροστομεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 182, Εὐρ. Ἀνδρ. 153· πρβλ. ἐξελευθερόω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler en toute liberté, parler franchement.
Étymologie: ἐλευθερόστομος.

Spanish (DGE)

c. suj. de pers. hablar con libertad, con franqueza ἄγαν δ' ἐλευθεροστομεῖς A.Pr.180, cf. E.Andr.153, Epiph.Const.Haer.24.10.1, πρὸς τὸν ἑαυτοῦ ... ἡγεμόνα Ph.1.474, πρὸς τοὺς ἀπίστους Chrys.Fem.Reg.1.19, cf. Eus.PE 6.6.2, ἀτρόμῳ γλώττῃ ἐ. Eus.MP 4.9
suj. el discurso expresarse con libertad οἱ λόγοι δὲ οὐδὲν νῦν τι δέονται πόλεως, ὥστε ἐλευθεροστομῆσαι Synes.Regn.3.

Greek Monotonic

ἐλευθεροστομέω: μέλ. -ήσω (στόμα), μιλώ ελεύθερα, με θάρρος, με παρρησία, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλευθεροστομέω: говорить непринужденно, быть откровенным Aesch., Eur.

Middle Liddell

ἐλευθερο-στομέω, fut. -ήσω στόμα
to be free of speech, Aesch., Eur.