παράρθρησις

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρθρησις Medium diacritics: παράρθρησις Low diacritics: παράρθρησις Capitals: ΠΑΡΑΡΘΡΗΣΙΣ
Transliteration A: parárthrēsis Transliteration B: pararthrēsis Transliteration C: pararthrisis Beta Code: para/rqrhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dislocation, Plu.Comp.Cim.Luc.2 ; subluxation, Gal.6.870.

German (Pape)

[Seite 496] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.

Greek (Liddell-Scott)

παράρθρησις: ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, ὥσπερ οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, καίπερ εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
légère luxation.
Étymologie: παρά, ἄρθρον.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α παραρθρώ
1. εξάρθρωση
2. μερική εξάρθρωση, παράρθρημα.

Russian (Dvoretsky)

παράρθρησις: εως ἡ вывих Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράρθρησις -εως, ἡ [παραρθρέω] ontwrichting.