βερβέριον

From LSJ
Revision as of 23:15, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βερβέριον Medium diacritics: βερβέριον Low diacritics: βερβέριον Capitals: ΒΕΡΒΕΡΙΟΝ
Transliteration A: berbérion Transliteration B: berberion Transliteration C: ververion Beta Code: berbe/rion

English (LSJ)

τό,

   A shabby garment, Anacr.21.3.

German (Pape)

[Seite 442] τό, Anacr. frg. 19 (Ath. XII, 533 f), ein ärmliches Kleid.

Greek (Liddell-Scott)

βερβέριον: τό, ἔνδυμα πτωχόν, Ἀνακρ. 19, ἔνθα ἴδε Bgk.

Spanish (DGE)

-ου, τό traje raído Anacr.82.1.

Greek Monolingual

βερβέριον, το (Α)
τριμμένο, παλιό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. < βερρόν ή βειρόν «δασύ» (Ησύχ.). Η σύνδεση με λατ. burra «μάλλινο ένδυμα, μαλλί», reburrus «με ορθωμένες τις τρίχες, πεισματάρης» είναι αβέβαιη].

Russian (Dvoretsky)

βερβέριον: τό рубище Anacr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: kind of headdress (Anacr. 21, 3; LSJSup.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Older suggestions which started from a meaning shabby garment must now be abandoned.