γαῦλος
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
German (Pape)
[Seite 476] (eigtl. dasselbe Wort, nach den Gramm. durch den Ton verschieden, die mss. bei Her. haben γαυλός), ὁ, ein rundes (phönicisches) Kauffahrteischiff, Her. 3, 136. 6, 17 u. öfter; Ar. Av. 598. 602; auch Plut. tranqu. an. 3 steht γαυλός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vaisseau marchand phénicien de forme arrondie.
Étymologie: orig. sémitique.
Greek Monolingual
γαῡλος, ο (Α)
εμπορικό φοινικικό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του γαυλός με αναβιβασμό του τόνου].
Russian (Dvoretsky)
γαῦλος: ὁ (финикийский) грузовой корабль Her., Arph.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
a round-built Phoenician merchant vessel, opp. to the μακρὰ ναῦς used for war, Hdt.