μακεδονίζω
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
French (Bailly abrégé)
1 être du parti des Macédoniens;
2 parler macédonien.
Étymologie: Μακεδών.
Greek Monolingual
(Α μακεδονίζω) Μακεδονία
μιλώ τη διάλεκτο τών Μακεδόνων και φέρομαι όπως οι Μακεδόνες («μακεδονίζοντας τ' οἶδα πολλοὺς τῶν Ἀττικῶν διὰ τὴν ἐπιμιξίαν», Αθήν.)
αρχ.
ανήκω στη φιλομακεδονική μερίδα, είμαι με το μέρος τών Μακεδόνων («οὗτοι γὰρ ἦσαν oἱ μάλιστα τότε μακεδονίζοντες», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
μᾰκεδονίζω:
1) быть на стороне македонян, принадлежать к македонофильской партии Polyb., Plut.;
2) говорить по-македонски Plut.