ἐπινύμφειος

From LSJ
Revision as of 22:26, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινύμφειος Medium diacritics: ἐπινύμφειος Low diacritics: επινύμφειος Capitals: ΕΠΙΝΥΜΦΕΙΟΣ
Transliteration A: epinýmpheios Transliteration B: epinympheios Transliteration C: epinymfeios Beta Code: e)pinu/mfeios

English (LSJ)

ον,

   A bridal, ὕμνος prob. in S.Ant.814(lyr.): fem. -είη Supp.Epigr.2.874 (nisi ἐπὶ νυμφείην).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινύμφειος: -ον, = ἐπινυμφίδιος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 814.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nuptial.
Étymologie: ἐπί, νυμφεῖος.

Greek Monolingual

ἐπινύμφειος, -ον
θηλ. και ἐπινυμφείη (Α)
νυφικός, γαμήλιος («οὔτ’ ἐπινύμφειός πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπινύμφειος: -ον, = το επόμ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινύμφειος: (Soph. - v. l. ἐπὶ νυμφείοις) = ἐπινυμφίδιος.

Middle Liddell

ἐπι-νύμφειος, ον = ἐπινυμφίδιος, Soph.]