παγκαταπύγων

From LSJ
Revision as of 07:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκαταπύγων Medium diacritics: παγκαταπύγων Low diacritics: παγκαταπύγων Capitals: ΠΑΓΚΑΤΑΠΥΓΩΝ
Transliteration A: pankatapýgōn Transliteration B: pankatapygōn Transliteration C: pagkatapygon Beta Code: pagkatapu/gwn

English (LSJ)

[ῡ], ονος, ὁ, ἡ,

   A utterly lewd, Ar.Lys.137.

Greek (Liddell-Scott)

παγκαταπύγων: [ῡ], -ονος, ὁ, ἡ, ὑπερβαλλόντως καταπύγων, αἰσχρότατος, Ἀριστοφ. Λυσ. 137. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 154.

Greek Monolingual

παγκαταπύγων, -ονος, ὁ ἡ, ουδ. παγκατάπυγον (Α)
ασελγέστατος κίναιδος, αισχρότατος («ὦ παγκατάπυγον θἡμέτερον ἅπαν γένος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καταπύγων.

Russian (Dvoretsky)

παγκᾰτᾰπύγων: 2, gen. ονος (ῡ) Arph. intens. к καταπύγων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκαταπύγων -ονος [πᾶς, καταπύγων] totaal oversekst.