Διπόλεια
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek (Liddell-Scott)
Δῑπόλεια: ἢ Διπόλια, τά, συνῃρ. ἐκ τοῦ Διϊπ-, παλαιά τις ἑορτὴ τοῦ Διὸς τοῦ Πολιέως ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Εἰρ. 420, Ἀντιφ. 120. 10. ― Τὰ χ/φα καὶ οἱ Γραμμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ παρέχουσι τὸν ἀσυναίρετον τύπον Διιπ-· ἀλλ’ ὁ συνῃρ. Διπ- διατηρεῖται ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 2. 192, Α. Β. 91. Τὸν τύπον Διπόλεια ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ τὸ Διπολιώδης εἶναι ἀναγκαῖον ἐν Νεφ. 981. Παλαιαὶ Ἀττικ. ἐπιγρ. παρέχουσι τὸν τύπον Διπολίεια, Meisterh σ. 55.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
les Dipolies, fête athénienne en l’honneur de Zeus Polieus.
Étymologie: Διός, πολιεύς.
Russian (Dvoretsky)
Δῑπόλεια: и Δῑπόλια τά [из Διϊπόλεια диполии (древний праздник в честь Зевса-Градохранителя - Ζεὺς Πολιεύς) Arph.
Middle Liddell
n n [contr. from Διϊπόλια] [*Δίς]
an ancient festival of Zeus at Athens, Ar.