πηνέλοψ

From LSJ
Revision as of 07:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνέλοψ Medium diacritics: πηνέλοψ Low diacritics: πηνέλοψ Capitals: ΠΗΝΕΛΟΨ
Transliteration A: pēnélops Transliteration B: pēnelops Transliteration C: pinelops Beta Code: phne/loy

English (LSJ)

Aeol. and Dor. πᾱν-, οπος, ὁ, a parti-coloured

   A duck, Alc. 84, Ibyc.8, Ar.Av.298, 1302, Ion Trag.68, Arist.HA593b23.

German (Pape)

[Seite 611] οπος, ὁ bei Schol. Ar. Av. 1302, ἡ Ibyc. 13, eine bunte, purpurstreifige Entenart; Ar. Av. 298. 1302; Arist. H. A. 8, 5, vgl. Tzetz. Lycophr. 792.

Greek (Liddell-Scott)

πηνέλοψ: Αἰολ. καὶ Δωρ. πᾱν-, οπος, ὁ, εἶδος νήσσης μετὰ πορφυρῶν γραμμῶν, πιθ. Anas Penelope, Ἀλκαῖ. 81, Ἴβυκ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 298, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16· ― παρ᾿ Ἰβύκῳ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει ποικιλοπανέλοπες (χάριν τοῦ μέτρου).

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
espèce de canard ou d’oie sauvage.
Étymologie: DELG beaucoup de noms d’oiseaux en -οψ.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πανέλοψ, -οπος, ὁ, Α
είδος νήσσας, πάπιας, με πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά της, κοινώς γνωστό σήμερα ως σφυριχτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -οψ, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. αέρ-οψ, δρύ-οψ, μέρ-οψ)].

Greek Monotonic

πηνέλοψ: Αιολ. και Δωρ. πᾶν-οπος, ὁ, είδος πάπιας με πορφυρές λωρίδες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πηνέλοψ: дор. πανέλοψ, οπος ὁ зоол. чирок (разновидность Anas Penelope) Arph., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηνέλοψ -οπος, ὁ, Dor. en Aeol. πᾱνέλοψ, (bontgekleurde) eend.