ὑδροποσία
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A water-drinking, Hp. Acut.37, Int.45 (v.l. -πωσίη), X.Cyr.1.5.12, Pl.Lg.674a, Sor.1.65, etc.
German (Pape)
[Seite 1174] ἡ, das Wassertrinken; Xen. Cyr. 1, 5, 12; Plat. Legg. II, 674 a, ὑδροποσίαις ξυγγίγνεσθαι, immer Wasser trinken.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροποσία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ πίνειν ὕδωρ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12, Πλάτ. Νόμ. 674Α, κλπ., ἴδε τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habitude de ne boire que de l’eau.
Étymologie: ὑδροπότης.
Greek Monolingual
η / ὑδροποσία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδροποσίη και δ. τ. ὑδροπωσίη Α υδροπότης
πόση νερού.
Greek Monotonic
ὑδροποσία: Ιων. -ίη, ἡ, πόση νερού, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδροποσία: ἡ питье (одной) воды Xen., Plat.