πρόσηβος

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσηβος Medium diacritics: πρόσηβος Low diacritics: πρόσηβος Capitals: ΠΡΟΣΗΒΟΣ
Transliteration A: prósēbos Transliteration B: prosēbos Transliteration C: prosivos Beta Code: pro/shbos

English (LSJ)

ον, (ἥβη)

   A near manhood, X.Cyr.1.4.4, D.H.2.71, Ael. VH3.32, Chor.p.60 B.; τὴν ἡλικίαν π. ὤν Luc.Somn.1; also, near womanhood, παιδίσκη Clearch.14, cf. Ruf. ap. Orib.inc.2.16.

German (Pape)

[Seite 764] dem reisen Jugendalter nahe; Xen. Cyr. 1, 4, 4; Ael. V. H. 3, 32.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσηβος: -ον, (ἤβη), ὁ πλησιάζων πρὸς τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν, Ξεν Κύρ. 1, 4, 4, Διον Ἁλ. 2. 71, κτλ· τὴν ἡλικίαν πρ. ὢν Λουκ. Ἐνύπν. 1· ― ὡσαύτως (θηλ.), ἡ πλησιάζουσα πρὸς τὴν ἡλικίαν τῆς γυναικός, παιδίσκη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 548Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adolescent.
Étymologie: πρός, ἥβη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πλησιάζει την εφηβική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ-ηβος].

Greek Monotonic

πρόσηβος: -ον (ἥβη), αυτός που πλησιάζει την εφηβική ηλικία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πρόσηβος: близкий к возмужалости Xen., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσηβος -ον [πρός, ἥβη] adolescent.